πλακουντοποιός

πλακουντοποιός
πλᾰκουντο-ποιός, όν,
A cake-baking,

Σάμος Sopat.4

.
II Subst., pastrycook, Sammelb.984.6 (i A.D.), PKlein.Form967 (vi A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλακουντοποιός — όν, MA το αρσ. ως ουσ. ο πλακουντοποιός ο κατασκευαστής πλακούντων, ο ζαχαροπλάστης αρχ. (για πόλη ή χώρα) αυτός που κατασκευάζει πλακούντες («πλακουντοποιὸν ὠνομασμένην Σάμον», Σώπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακοῦς, οῦντος + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • πλακουντοποιόν — πλακουντοποιός cake baking masc/fem acc sg πλακουντοποιός cake baking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλακουντοποιοί — πλακουντοποιός cake baking masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλακουντοποιῶν — πλακουντοποιός cake baking masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλακουντοποιϊκός — ή, όν, Α [πλακουντοποιός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή πλακούντων …   Dictionary of Greek

  • ՊՂԱԿՈՒՆՏՐԱԳՈՐԾ — ( ) NBH 2 0652 Chronological Sequence: Unknown date πλακουντοποιός. LACKING …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”